Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в -и сего

  • 1 сего

    сего
    род. и вин. п. ед. от сей.

    Русско-новогреческий словарь > сего

  • 2 сей

    сего, οργν. сим, προθτ. о сём α., сия, сей θ., сие, сего, οργν. сим, προθτ. о сём ουδ., πλθ. сии, сих αντωνυμία δειχτική•
    αυτός, -ή, -ό• (ε)τούτος, -η, -ο•

    перед сим πριν απ αυτό, προηγούμενα•

    до сего времени ή до сих пор ως τώρα•

    при см случае ή при сей оказии σ αυτή την περίπτωση, περίσταση•

    за сим μετά απ αυτό•

    прилагаю при см копию его письма επισυνάπτω μαζί και αντίγραφο της επιστολής του•

    прилагаемое при см письмо η συνημμένη επιστολή•

    под сим камнем лежит тело покойного κάτω απ αυτήν την ταφόπετρα κείται, το σώμα του μακαρίτη•

    сей от сих до сих απ εδώ ως εδώ (για ανάγνωση ή αντιγραφή κειμένου)•

    быть по сему ας είναι έτσι•

    сию минуту, секунду αυτό το λεπτό, το δευτερόλεπτο (πάραυτα, αμέσως).

    Большой русско-греческий словарь > сей

  • 3 досеять

    -сего, -сеешь ρ.σ.μ.
    1. αποσπέρνω, τελειώνω τη σπορά.
    2. αποκοσκινίζω, τελειώνω τό κοσκίνισμα.

    Большой русско-греческий словарь > досеять

  • 4 сё

    сего αντωνυμία δε ικτική • αυτό, τούτο.

    Большой русско-греческий словарь > сё

  • 5 погода

    погода ж о καιρός· хорошая \погода η καλοκαιρία, ο καλός καιρός· плохая \погода η κακοκαιρία, ο κακός (или άθλιος) καιρός· (сегодня) холодная \погода (σήμερα) κάνει κρύο· сегодня лётная (нелётная) \погода σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση· прогноз \погодаы η πρόγνωση του καιρού
    * * *
    ж
    ο καιρός

    хоро́шая пого́да — η καλοκαιρία, ο καλός καιρός

    плоха́я пого́да — η κακοκαιρία, ο κακός ( или άθλιος) καιρός

    (сего́дня) холо́дная пого́да — (σήμερα) κάνει κρύο

    сего́дня лётная (нелётная) пого́да — σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση

    прогно́з пого́ды — η πρόγνωση του καιρού

    Русско-греческий словарь > погода

  • 6 сегодня

    сегодня σήμερα; \сегодня утром (днём) σήμερα το πρωί (το μεσημέρι); \сегодня вечером σήμερα το βράδυ, απόψε
    * * *

    сего́дня у́тром (днём) — σήμερα το πρωί (το μεσημέρι)

    сего́дня ве́чером — σήμερα το βράδυ, απόψε

    Русско-греческий словарь > сегодня

  • 7 тепло

    I тепло Ι 1. нареч. θερμά, ζεστά* \тепло одеться φορώ (ила ντύνομαι) ζεστά* \тепло встретить кого-л. υποδέχομαι θερμά κάποιον 2, предик, κάνει ζέστη; сегодня \тепло σήμερα κάνει ζέστη; мне \тепло ζεσταίνομαι II тепло II с η ζέστη, η ζεστασιά; сегодня два градуса \теплоа σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν держать в \теплое κρατώ στη ζεστασιά
    * * *
    I 1. нареч.
    θερμά, ζεστά

    тепло́ оде́ться — φορώ ( или ντύνομαι) ζεστά

    тепло́ встре́тить кого́-л. — υποδέχομαι θερμά κάποιον

    2. предик.

    сего́дня тепло́ — σήμερα κάνει ζέστη

    мне тепло́ — ζεσταίνομαι

    II с
    η ζέστη, η ζεστασιά

    сего́дня два гра́дуса тепла́ — σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν

    держа́ть в тепле́ — κρατώ στη ζεστασιά

    Русско-греческий словарь > тепло

  • 8 число

    число 1) о αριθμός 2) (дата) η ημερομηνία; какое сегодня \число? τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα; сегодня пятое \число σήμερα έχουμε πέντε του μήνα ◇ в·\числое... ανάμεσα σε...· один из \числоа... ένας απ' αυτούς...
    * * *
    с
    1) ο αριθμός
    2) ( дата) η ημερομηνία

    како́е сего́дня число́? — τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα

    сего́дня пя́тое число́ — σήμερα έχουμε πέντε του μήνα

    ••

    в числе́... — ανάμεσα σε…

    оди́н из числа́ — ένας απ'αυτούς…

    Русско-греческий словарь > число

  • 9 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 10 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

  • 11 ветер

    ветер м ο άνεμος, ο αέρας встречный \ветер о αντίθετος άνεμος попутный \ветер о ούρι ος (или ευνοϊκός) άνεμος сегодня \ветер σήμερα κάνει αέρα
    * * *
    м
    ο άνεμος, ο αέρας

    встре́чный ве́тер — ο αντίθετος άνεμος

    попу́тный ве́тер — ο ούριος ( или ευνοϊκός) άνεμος

    сего́дня ве́тер — σήμερα κάνει αέρα

    Русско-греческий словарь > ветер

  • 12 вечер

    вечер м 1) βράδυ по \вечерам τα βράδια 2) (мероприятие ) η βραδιά танцевальный \вечер η χοροεσπερίδα ли тературный \вечер η φιλολογική βραδιά· у нас сегодня \вечер έχουμε βραδιά απόψε ◇ добрый \вечер! καλησπέρα! вечерний βραδινός, εσπερινός νυχτερινός \вечерее платье το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα \вечерие курсы η νυχτερινή σχολή \вечерие занятия τα νυχτερινά μαθήματα
    * * *
    м

    по ве́чера́м — τα βράδια

    2) ( мероприятие) η βραδιά

    танцева́льный ве́чер — η χοροεσπερίδα

    литерату́рный ве́чер — η φιλολογική βραδιά

    у нас сего́дня ве́чер — έχουμε βραδιά απόψε

    ••

    до́брый ве́чер! — καλησπέρα!

    Русско-греческий словарь > вечер

  • 13 вечером

    вечером το βράδυ сегодня \вечером απόψε, σήμερα το βράδυ·
    * * *
    το βράδυ

    сего́дня ве́чером — απόψε, σήμερα το βράδυ

    вчера́ ве́чером — χτες το βράδυ

    за́втра ве́чером — αύριο το βράδυ

    Русско-греческий словарь > вечером

  • 14 градус

    градус м 1) ο βαθμός сколько сегодня \градусов? πόσους βαθμούς (или τι θερμοκρασία) έχουμε σήμερα; 2) геогр. η μοίρα
    * * *
    м
    1) ο βαθμός

    ско́лько сего́дня гра́дусов? — πόσους βαθμούς ( или τιθερμοκρασία) έχουμε σήμερα

    2) геогр. η μοίρα

    Русско-греческий словарь > градус

  • 15 дело

    дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα
    * * *
    с
    1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο ( творение); το ζήτημα ( вопрос)

    де́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης

    2) (занятие, работа) η δουλειά

    у меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα

    3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός
    4) ( поступок) το έργο, η πράξη
    5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη
    6) юр. η υπόθεση; ο φάκελος

    гражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση

    ••

    как дела́? — πώς τα πάτε

    в чём де́ло? — τι συμβαίνει

    в са́мом де́ле? — αλήθεια

    де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…

    на де́ле — στην πραγματικότητα

    пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα

    Русско-греческий словарь > дело

  • 16 день

    день м η (η)μέρα нерабочий \день η μέρα αργίας будний \день η καθημερινή; рабочий η εργάσιμη μέρα - рождения η γιορτή, τα γενέθλια; каждый \день κάθε μέρα; через \день μέρα παρά μέρα; на другой \день την άλλη μέρα, την επομένη; с сегодняшнего дня από σήμερα; с завтрашнего дня από αύριο; в два часа дня στις δύο το μεσημέρι; в первой половине дня το πρωί; во второй половине дня το απόγευμα; Всемирный \день молодёжи η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας; Международный женский \день η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας; День Победы η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης ◇ изо дня в \день από τη μια μέρα στην άλλη со дня на \день από μέρα σε μέρα; на днях αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες (σ будущем)' τις προάλλες, προ ημερών (ο прошлом)' добрый \день! καλημέρα!· καλησπέρα! (во второй половине дня) деньги мн. τα χρήματα, τα λεφτά мелкие \день τα ψηλά· бумажные \день τα χαρτονομίσματα наличные
    * * *
    м
    η (η)μέρα

    нерабо́чий день — η μέρα αργίας

    бу́дний день — η καθημερινή

    рабо́чий день — η εργάσιμη μέρα

    день рожде́ния — η γιορτή, τα γενέθλια

    ка́ждый день — κάθε μέρα

    че́рез день — μέρα παρά μέρα

    на друго́й день — την άλλη μέρα, την επομένη

    с сего́дняшнего дня — από σήμερα

    с за́втрашнего дня — από αύριο

    в два часа́ дня — στις δύο το μεσημέρι

    в пе́рвой полови́не дня — το πρωί

    во второ́й полови́не дня — το απόγευμα

    Всеми́рный день молодёжи — η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας

    Междунаро́дный же́нский день — η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας

    День Побе́ды — η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης

    ••

    изо дня́ в день — από τη μια μέρα στην άλλη

    со дня на́ день — από μέρα σε μέρα

    на дня́х — αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες ( о будущем); τις προάλλες, προ ημερών ( о прошлом)

    до́брый день! — καλημέρα καλησπέρα! ( во второй половине дня)

    Русско-греческий словарь > день

  • 17 днём

    днём нареч. την ημέρα, το μεσημέρι сегодня (вчера, зав тра) \днём σήμερα (χτες, αύριο) το απόγευμα
    * * *
    нареч.
    την ημέρα, το μεσημέρι

    сего́дня (вчера́, за́втра) днём — σήμερα (χτες, αύριο) το απόγευμα

    Русско-греческий словарь > днём

  • 18 довольно

    довольно 1. нареч. αρκετά· сегодня \довольно холодно (жарко) σήμερα κάνει αρκετά κρύο ( ζέστη) 2. предик, (достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκεί· \довольно! φτάνει πια!
    * * *
    1. нареч.

    сего́дня дово́льно хо́лодно (жа́рко) — σήμερα κάνει αρκετά κρύο (ζέστη)

    2. предик.
    ( достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκεί

    дово́льно! — φτάνει πια!

    Русско-греческий словарь > довольно

  • 19 жаркий

    жаркий ζεστός, θερμός καυτερός (знойный) сегодня \жаркийая погода σήμερα κάνει ζέστη ◇ \жаркий спор η έντονη συζήτηση, η λογομαχία
    * * *
    ζεστός, θερμός; καυτερός ( знойный)

    сего́дня жа́ркая пого́да — σήμερα κάνει ζέστη

    ••

    жа́ркий спор — η έντονη συζήτηση, η λογομαχία

    Русско-греческий словарь > жаркий

  • 20 жарко

    жарко 1. нареч. ζεστά, θερμά 2. предик, κάνει ζέστη сегодня \жарко σήμερα κάνει ζέ στη мне \жарко ζεσταίνομαι
    * * *
    1. нареч.
    ζεστά, θερμά
    2. предик.

    сего́дня жа́рко — σήμερα κάνει ζέστη

    мне жа́рко — ζεσταίνομαι

    Русско-греческий словарь > жарко

См. также в других словарях:

  • сего — [во], нареч. род. и вин. ед. от сей и род. ед. от сие. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • сего — этого, сей Словарь русских синонимов. сего нареч, кол во синонимов: 2 • сей (9) • этого (1) …   Словарь синонимов

  • сего́дня — [во] …   Русское словесное ударение

  • сего́дня — нареч. 1. В текущий день. Сегодня утром. □ Я уже думал, что вы не придете сегодня. Тургенев, Отцы и дети. Я сегодня не помню, что было вчера, По утрам забываю свои вечера. Блок, Я сегодня не помню… || В настоящее время, теперь. То, что вчера… …   Малый академический словарь

  • сего́дняшний — яя, ее. 1. Относящийся к текущему дню, суткам. Сегодняшний день. Сегодняшний разговор. Сегодняшняя газета. □ Что видел ты во сне сегодняшнюю ночь? Достоевский, Село Степанчиково. || Относящийся к настоящему времени, современный. Чтобы лучше… …   Малый академический словарь

  • Сего Ю. —         правильнее Сегё (Szegц) Юлия (р. 1900, Берегсас, ныне Берегово Закарпатской обл. УССР) венг. певица (сопрано), фольклорист, музыковед. Окончила Высшую муз. школу им. Ф. Листа в Будапеште (класс пения) и ун т в Клуже (Румыния). С 1945… …   Музыкальная энциклопедия

  • сегоҳ — [سه گاه] мус. яке аз мақомҳои таркибии Шашмақом …   Фарҳанги тафсирии забони тоҷикӣ

  • НЕ ОТ МИРА СЕГО — кто быть; казаться Далёк от реальной, обыденной жизни, не способен понимать простых вещей. Имеется в виду, что лицо (Х), будучи отрешённым от повседневных забот, отвлечённо воспринимает происходящее, совершает непонятные с житейской точки зрения… …   Фразеологический словарь русского языка

  • Не от мира сего — Не отъ міра сего. Ср. Жалость... да! жалость возбуждала во мнѣ эта молодая, серьезная, настороженная жизнь Богъ вѣдаетъ почему! «Не отъ земли сея», думалось мнѣ, хоть собственно въ выраженіи лица не было ничего «идеальнаго».... Тургеневъ.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Бессильные мира сего — Жанр: роман Автор: Борис Натанович Стругацкий Язык оригинала: Русский Год написания: 2003 Публикация: 2003 …   Википедия

  • ни с того ни с сего — Неизм. Неожиданно, без видимых причин, неизвестно откуда, почему. Чаще с глаг. сов. вида: засмеяться, уйти, поехать… по какой причине? ни с того ни с сего. Я тебя любил, я люблю тебя без ума, без памяти – и как подумаю я теперь, что ты… ни с того …   Учебный фразеологический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»